καλυτερεύω — καλυτερεύω, καλυτέρεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλυτερεύω — (Μ καλυτερεύω) 1. (αμτβ.) γίνομαι καλύτερος, διορθώνομαι, βελτιώνομαι, βελτιώνω τη θέση μου 2. (αμτβ.) πηγαίνω καλύτερα στην υγεία μου νεοελλ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, βελτιώνω, διορθώνω («προσπαθεί να καλυτερέψει την τύχη του»).… … Dictionary of Greek
καλυτερεύω — καλυτέρευσα και καλυτέρεψα 1. βελτιώνω, διορθώνω, φτιάχνω: Μ αυτά που έβαλα στο χωράφι το καλυτέρεψα. 2. γίνομαι καλύτερος: Καλυτερεύει από μέρα σε μέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλυτέρευτος — η, ο (και ακαλλιτέρευτος) [καλυτερεύω] εκείνος τού οποίου δεν βελτιώθηκε η υγεία ή η κατάσταση … Dictionary of Greek
βελτιώνω — (AM βελτιῶ, όω) [βελτίων] καθιστώ κάποιον ή κάτι καλύτερο, καλυτερεύω … Dictionary of Greek
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… … Dictionary of Greek
καλλιοτερίζω — (Μ) [καλλιότερος] 1. πληρώνω για ζημιά που έκανα, αποζημιώνω 2. βελτιώνομαι, καλυτερεύω 3. περιποιούμαι … Dictionary of Greek
καλλιτερεύω — [καλλίτερος] καλυτερεύω* … Dictionary of Greek
καλυτέρεμα — το [καλυτερεύω] καλυτέρευση* … Dictionary of Greek
καλυτέρευση — η [καλυτερεύω] μεταβολή προς το καλύτερο, βελτίωση … Dictionary of Greek