καλυτερεύω

καλυτερεύω
1. μετ. улучшать; совершенствовать;
2. αμετ. 1) улучшаться; становиться лучше;

ο καιρός καλυτερεύει — погода улучшается;

2) идти на поправку, поправляться;

ο άρρωστος καλυτερεύει — больной поправляется


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καλυτερεύω" в других словарях:

  • καλυτερεύω — καλυτερεύω, καλυτέρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καλυτερεύω — (Μ καλυτερεύω) 1. (αμτβ.) γίνομαι καλύτερος, διορθώνομαι, βελτιώνομαι, βελτιώνω τη θέση μου 2. (αμτβ.) πηγαίνω καλύτερα στην υγεία μου νεοελλ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι καλύτερο, βελτιώνω, διορθώνω («προσπαθεί να καλυτερέψει την τύχη του»).… …   Dictionary of Greek

  • καλυτερεύω — καλυτέρευσα και καλυτέρεψα 1. βελτιώνω, διορθώνω, φτιάχνω: Μ αυτά που έβαλα στο χωράφι το καλυτέρεψα. 2. γίνομαι καλύτερος: Καλυτερεύει από μέρα σε μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλυτέρευτος — η, ο (και ακαλλιτέρευτος) [καλυτερεύω] εκείνος τού οποίου δεν βελτιώθηκε η υγεία ή η κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • βελτιώνω — (AM βελτιῶ, όω) [βελτίων] καθιστώ κάποιον ή κάτι καλύτερο, καλυτερεύω …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • διορθώνω — (AM διορθῶ, όω Μ και διορθώνω) [ορθώ] 1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση 2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω 3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις 4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για… …   Dictionary of Greek

  • καλλιοτερίζω — (Μ) [καλλιότερος] 1. πληρώνω για ζημιά που έκανα, αποζημιώνω 2. βελτιώνομαι, καλυτερεύω 3. περιποιούμαι …   Dictionary of Greek

  • καλλιτερεύω — [καλλίτερος] καλυτερεύω* …   Dictionary of Greek

  • καλυτέρεμα — το [καλυτερεύω] καλυτέρευση* …   Dictionary of Greek

  • καλυτέρευση — η [καλυτερεύω] μεταβολή προς το καλύτερο, βελτίωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»